- κατάπαυμα
- κατάπαυμα, τὸ (Α) [καταπαύω]1. το μέσο για κατάπαυση («δειλοῑσι γόου κατάπαυμα γενοίμην» — θα κατέπαυα τον θρήνο αυτών τών δυστυχισμένων, Ομ. Ιλ.)2. κατάπαυση, ανάπαυση από κάτι δυσάρεστο («κατάπαυμα τῶν μακρῶν πόνων», επιγρ.).
Dictionary of Greek. 2013.